-
1 τρίχα
η1) волос; 2) ворсинка;§ κρέμομαι από μιά τρίχα — висеть на волоске;
παρά τρίχα... — чуть не...;
σηκώθηκαν οι τρίχες μου — волосы у меня встали дыбом;
είμαι στην τρίχα — быть одетым с иголочки;
ήρθε στην τρίχα — он висит на волоске;
σκίζει την τρίχα — он и с камня лыко дерёт;
τον έβγαλε σαν την τρίχα απ' το προζύμι — он его вывел на чистую воду;
τρίχες (κατσαρές) — пустяк, ерунда;
σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες когда на ладони волосы вырастут; = когда рак свистнет
См. также в других словарях:
δικαστήρι — το (AM δικαστήριον) [δικαστήρ] 1. τόπος όπου γίνονται οι δίκες, το οίκημα όπου εδρεύουν οι δικαστικές αρχές 2. το σύνολο τών δικαστών που εκδικάζουν μια υπόθεση («το δικαστήριο αποφάσισε», «ἀνέστη τὸ δικαστήριον» σηκώθηκαν οι δικαστές) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
εώος — ἐῷος, α, ον και ἑώϊος, ον και ιων. και ομηρ. τ. ἠοῑος, ον (Α) [ἕως ΙΙ] 1. αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός, ο εωθινός 2. αυτός που κείται προς την ανατολή, ο ανατολικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑῴα η Ανατολή, οι χώρες τής Ανατολής ως επαρχίες… … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek